- συνθετήριο
- Μικρό μεταλλικό αντικείμενο με σχήμα στενόμακρης δίεδρης γωνίας, που το χρησιμοποιούν οι στοιχειοθέτες στα παλιού τύπου τυπογραφεία, για να βάζουν εκεί, στη σειρά, τα τυπογραφικά στοιχεία (γράμματα).
* * *το, Ν(τυπογρ.) μεταλλικός κανόνας με ρυθμιζόμενα περιθώρια, πάνω στον οποίο γίνεται η σύνθεση τών τυπογραφικών στοιχείων.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνθέτω + επίθημα -τήριο (πρβλ. σιδερω-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. συνθετήριον, μαρτυρείται από το 1886 στον Παναγ. Φέρμπο].
Dictionary of Greek. 2013.